- -ιτζής
- βλ. -τζής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-τζής — κατάλ. αρσ. ουσ. τής Νέας Ελληνικής η οποία προέρχεται από την τουρκ. κατάλ. ci και απαντά αρχικά σε ον. που έχουν εισαχθεί από την Τουρκική (πρβλ. καβγα τζής < τουρκ. kanga ci, χαλβα τζής < τουρκ. helva ci), στη συνέχεια, όμως, εξελίχθηκε… … Dictionary of Greek
αεριτζής — ο (θηλ. ού και ίνα) 1. εκείνος που συμμετέχει σε κερδοσκοπικές επιχειρήσεις χωρίς να διακινδυνεύει προσωπικό κεφάλαιο, εκείνος δηλαδή που αμείβεται με «αέρα» 2. (ειδικότ.) εκείνος που παίζει με «αέρα» (προσυμφωνημένη αμοιβή ή ποσοστά επί τών… … Dictionary of Greek
παπαδίτζης — ὁ, Μ (υποκορ. τού παπάς) το παπαδάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παπάς / παπάδες + υποκορ. κατάλ. ίτζης] … Dictionary of Greek